προσερρῖφθαι

προσερρῖφθαι
προσρίπτω
throw to
perf inf mp

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προσρίπτω — ΜΑ, και προσριπτῶ, έω, Α ρίχνω κάτι πάνω σε κάποιον ή πάνω σε κάτι ή ρίχνω κάτι προς μία κατεύθυνση («προσέρριψε τῇ γῇ τὸ σκῆπτρον διὰ τὴν ὀργήν», Σχόλ. Ιλ.) μσν. παθ. προσρίπτομαι προστίθεμαι αρχ. 1. επιρρίπτω, προσάπτω σε κάποιον κάτι («ὄνειδος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”